ψυχαδελφοσύνη

ψυχαδελφοσύνη
η, Ν
(λαογρ.) (στη Μάνη) μορφή υιοθεσίας τού φονιά από τους συγγενείς τού σκοτωμένου, που περιείχε στοιχεία παρόμοια με εκείνα τής αδελφοποιίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αδελφοσύνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”